αδίωκτος

αδίωκτος
-η, -ο (Μ ἀδίωκτος, -ον) [διώκω]
νεοελλ.
(συνήθως δικαστ.) αυτός που δεν υφίσταται ή δεν έχει υποστεί δίωξη*
μσν.
αυτός που δεν απομακρύνεται ή δεν αποβάλλεται, αμετατόπιστος, αμετακίνητος.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • ἀδίωκτος — not to be eliminated masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αδίωκτος — η, ο αυτός που δεν καταδιώχτηκε: Οι κυριότεροι ένοχοι έμειναν δυστυχώς αδίωκτοι …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἀδιώκτοις — ἀδίωκτος not to be eliminated masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀδιώκτους — ἀδίωκτος not to be eliminated masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”